-
1 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092.
См. также в других словарях:
κομώ — (I) κομῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) [κόμη] 1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ) 2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.) 3. (για… … Dictionary of Greek